- σκανταλιά
- ηείδος παγίδας για πουλιά: Έστησε τη σκανταλιά για να πιάσει σπουργίτια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκανταλιά — και σκανδαλιά, η, Ν [σκάνταλο / σκάνδαλο] πράξη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή πειθαρχίας, αταξία, απειθαρχία («τα παιδιά κάνουν πολλές σκανταλιές») … Dictionary of Greek